- πολεμό-κραντος
πολεμό-κραντος, den Krieg entscheidend, vollendend, τέλος, Aesch. Spt. 146.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολεμό-κραντος, den Krieg entscheidend, vollendend, τέλος, Aesch. Spt. 146.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόκραντος — θεόκραντος, ον (Α) αυτός που εκτελέστηκε ή δημιουργήθηκε από τους θεούς («τὶ τῶν δ οὐ θεόκραντόν έστιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κραντος (< κραίνω «πραγματοποιώ»), πρβλ. δημό κραντος, πολεμό κραντος] … Dictionary of Greek
μοιρόκραντος — μοιρόκραντος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που προσδιορίστηκε, που αποφασίστηκε από τη Μοίρα, μοιραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + κραντος (< κραίνω «πραγματοποιώ»), πρβλ. θεό κραντος, πολεμό κραντος] … Dictionary of Greek
πολεμόκραντος — ον, Α αυτός που τερματίζει τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κραντος (< κραίνω «κρίνω, τερματίζω»), πρβλ. δημό κραντος] … Dictionary of Greek