πολεμό-κλονος

πολεμό-κλονος

πολεμό-κλονος, sich kriegerisch tummelnd, Batr. 4. 267.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρίκλονος — ον, Α αυτός που ενοχλείται, που ταράζεται από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + κλόνος «ταραχή, θόρυβος» (πρβλ. πολεμό κλονος). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”