- πλατύ-πῑλος
πλατύ-πῑλος, mit breitem Filze, Schol. Soph. O. C. 318.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύ-πῑλος, mit breitem Filze, Schol. Soph. O. C. 318.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύπιλος — ον, Α (για καπέλο) αυτός που έχει πλατύ γύρο, μεγάλη περιφέρεια, πλατύγυρος («πλατύπιλος κυνῆ», Σχολ. Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + πῖλος «καπέλο» (πρβλ. κραταί πιλος)] … Dictionary of Greek
καρπικό σωμάτιο — Όργανο παραγωγής εγγενών σπορίων, που συναντάται στους ασκομύκητες και στους βασιδιομύκητες. Στους ασκομύκητες τα κ.σ. ονομάζονται ασκοκάρπια, είναι συνήθως μικρών διαστάσεων και διακρίνονται σε τρεις τύπους: το κλειστοθήκιο, το περιθήκιο και το… … Dictionary of Greek