- πλατύ-πους
πλατύ-πους, breitfüßig, D. L. 1, 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύ-πους, breitfüßig, D. L. 1, 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύπους — (platypus). Γένος κυλινδρικών κολεόπτερων, της οικογένειας των Πλατυποδιδών. Έχουν πλατύ μέτωπο και ζουν μέσα στα ξύλα διάφορων δέντρων. Το κυριότερο είδος είναι οπ. ο κυλινδρικός, που ζει στις βελανιδιές της Ευρώπης. * * * ουν / πλατύπους, ουν… … Dictionary of Greek
κυλλόπους — κυλλόπους, πουν (Α) αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης, κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + πους (< πούς), πρβλ. πλατύ πους, ωκύ πους] … Dictionary of Greek
σαράπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α στραβοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σαίρω «σκουπίζω» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καμψί πους, πλατύ πους] … Dictionary of Greek
κοινόπους — κοινόπους, ουν (Α) αυτός που ήλθε μετά από κοινή πορεία, ταυτόχρονα, κάνοντας κοινό ταξίδι με άλλους («κοινόπουν παρουσίαν» ταυτόχρονη άφιξη πολλών ατόμων, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πούς (πρβλ. ισχνό πους, πλατύ πους)] … Dictionary of Greek
κολοβόπους — κολοβόπους, ποδος, ὁ, ἡ (Μ) (για στίχο) αυτός που έχει κολοβούς πόδες («καὶ στίχος καταληκτικός ἐστιν ὁ κολοβόπους», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + πούς (πρβλ. πλατύ πους, ωκύ πους)] … Dictionary of Greek
παχύπους — (pachypus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των σκαραβαιιδών. Ζουν στα νησιά της Μεσογείου και έχουν σώμα καφεκίτρινο, με σαφή φυλετικό διμορφισμό. Οι π. κατοικούν κυρίως στην Κορσική, Σαρδηνία και Σικελία. Τα αρσενικά πετούν τα δειλινά σε… … Dictionary of Greek
πηρόπους — ο, Ν αυτός που πάσχει από πηροποδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πλατύ πους] … Dictionary of Greek
ρικνόπους — ουν, Μ αυτός που έχει κυρτά από τα γεράματα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥικνός «ζαρωμένος, κυρτός» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πλατύ πους] … Dictionary of Greek
σκαμβόπους — ουν, ΜΑ αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμβός + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πλατύ πους] … Dictionary of Greek
μακρόπους — ουν (Α μακρόπους, ουν) αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροπόδης νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μακρόπους ζωολ. επιστημονική ονομασία τού καγκουρώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πούς (πρβλ. πλατύ πους)] … Dictionary of Greek
πηδόν — τὸ, Α 1. το πλατύ μέρος τού κουπιού 2. τα πηδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πηδόν ανάγεται πιθανότατα στην εκτεταμένη βαθμίδα της ρίζας *ped «πόδι» τού πούς (πρβλ. πέδον, πέζα, πεζός) με θεματικό φωνήεν ο και συνδέεται με το λιθουαν. pėda «πέλμα» και το αρχ … Dictionary of Greek