- πλατύ-πῡγος
πλατύ-πῡγος, mit breitem Hintern, πλοῖα, Strab. 4, 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύ-πῡγος, mit breitem Hintern, πλοῖα, Strab. 4, 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ροδόπυγος — ον, Α αυτός που έχει ροδοκόκκινο πισινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πυγος (< πυγή), πρβλ. μελάμ πυγος, πλατύ πυγος] … Dictionary of Greek
πλατύπυγος — ον, Α 1. αυτός που έχει πλατιά οπίσθια 2. μτφ. (για πλοίο) αυτός που έχει επίπεδη τρόπιδα, πλατιά καρίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλί πυγος)] … Dictionary of Greek