πλατύς

πλατύς

πλατύς, εῖα (ion. πλατέα, Her. 2, 156), ύ, platt, breit; Ἑλλήςπ οντος, Il. 7, 86. 17, 432, in seiner südlichen Erweiterung am Vorgebirge Sigeion, im Gegensatz zu seiner Verengung bei Abydus (vgl. Aesch. Ἕλλας τ' ἀμφὶ πόρον πλατύν, Pers. 854); ἀπ ὸ πλατέος πτυόφιν, 13, 588; αἰπόλια, weit verbreitet, 2, 474 Od. 14, 101; Hes. Th. 445; πλατεῖαι πρόςοδοι, Pind. N. 6, 47; übh. groß, stark, οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς οὐδ' εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι, Soph. Ai. 1229; πεδιάς, Eur. Rhes. 283; κατάγελως, Lachen mit weit aufgerissenem Munde, Ar. Ach. 1091; vgl. Lob. Phryn. 472; auch πλατὺ γελᾶν, πλατὺ καταχρέμψασϑαι, Ar. Pax 783 (vgl. Luc. catapl. 12 de merc. cond. 40); ταῖς πλατείαις τύπτεσϑαι, sc. χερσί, Ran. 1094, vgl. tr. 105; ὅρκος, breiter, fester Eid, Empedocl. 153; πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη, Plat. Phaed. 97 d; πλατύτερος, ib. 111 d; πλατύτατος, Rep. X, 616 e; Ggstz στενός, Xen. Cyr. 1, 6, 19. – Bes. ἡ πλατεῖα, sc. ὁδός, die Straße, S. Emp. pyrrh. 1, 188. – Ausführlich (s. πλάτος), πλατύτερον διαλεξόμεϑα, Ggstz ἐν συντόμῳ, S. Emp. pyrrh. 2, 219. – Weil man unter πλατὺ ὕδωρ übh. das Meer verstand, bekam das Wort auch die Bdtg des Salzigen, Her. 2, 108; vgl. Arist. Meteor. 2, 3; deshalb erklärten schon einige alte Ausleger auch πλ. Ἑλλήςποντος bei Hom. so, vgl. Ath. II, 41 b. – Einen unregelmäßigen superl. πλατύστατος hat Tim. bei D. L. 3, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλατύς — wide masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… …   Dictionary of Greek

  • πλατύς, -ιά, -ύ — 1. ο ευρύχωρος, φαρδύς, ευρύς. 2. μτφ., λεπτομερειακός: Πλατιά ενημέρωση του κοινού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πλατύς Γιαλός — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Μήλου, του νομού Κυκλάδων. Βρίσκεται στα νότια παράλια της Σίφνου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Απολλωνίας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία… …   Dictionary of Greek

  • πλατέα — πλατύς wide neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πλατέᾱ , πλατύς wide fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πλατύς wide fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυτέρω — πλατύς wide masc/neut nom/voc/acc dual πλατύς wide masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυτέρων — πλατύς wide fem gen pl πλατύς wide masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυτέρως — πλατύς wide adverbial πλατύς wide masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύ — πλατύς wide masc voc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύτατον — πλατύς wide masc acc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύτερον — πλατύς wide masc acc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”