πλατύ-στερνος

πλατύ-στερνος

πλατύ-στερνος, mit breiter Brust, Geopon.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οξύστερνος — ὀξύστερνος, ον (Α) (για ζώα) αυτός που έχει προτεταμένο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + στερνος (< στέρνον), πρβλ. μεγαλό στερνος, πλατύ στερνος] …   Dictionary of Greek

  • πετρόστερνος — ον, Μ αυτός που έχει πέτρινα στέρνα ο σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + στερνος (< στέρνον), πρβλ. πλατύ στερνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”