- παν-ετώσιος
παν-ετώσιος, ganz eitel, nichtig, Orph. Arg. 1226.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-ετώσιος, ganz eitel, nichtig, Orph. Arg. 1226.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανετώσιος — ον, Α ο εντελώς μάταιος, ο χωρίς αποτέλεσμα, ανώφελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐτώσιος «μάταιος»] … Dictionary of Greek