- παν-εργέτης
παν-εργέτης, ὁ, der Alles Bewirkende, Διὸς πανεργέτα, Aesch. Ag. 1465.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-εργέτης, ὁ, der Alles Bewirkende, Διὸς πανεργέτα, Aesch. Ag. 1465.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντεργέτης — και παντεργάτης, ὁ, ΜΑ αυτός που κατασκευάζει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παντεργέτης < παντ(ο) * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης, παν εργέτης, ενώ ο τ. παντεργάτης < παντ(ο) * + ἐργάτης] … Dictionary of Greek
πανεργέτης — ὁ, Α (ως επίθετο τού Διός) αυτός που πράττει, τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης: οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης] … Dictionary of Greek