- παν-επήτριμος
παν-επήτριμος, von ganz dichtem Faden od. Gewebe, übh. sehr dicht, Opp. Cyn. 3, 172.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-επήτριμος, von ganz dichtem Faden od. Gewebe, übh. sehr dicht, Opp. Cyn. 3, 172.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανεπήτριμος — ον, Α 1. πυκνότατα υφασμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πανεπήτριμα μτφ. (για το χιόνι) πέφτοντας πυκνότατα («ἑσπερίου ζεφύρου πανεπήτριμα χευαμένοιο», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπήτριμος «υφασμένος με πυκνό τρόπο»] … Dictionary of Greek