- παν-ετήτυμος
παν-ετήτυμος, ganz wahr; Orph. Arg. 538; Sonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-ετήτυμος, ganz wahr; Orph. Arg. 538; Sonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανετήτυμος — ον, Α εντελώς αληθής, αληθέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐτήτυμος, ποιητ. τ. αντί τού ἔτυμος «αληθής»] … Dictionary of Greek