- ἰᾱλεμίστρια
ἰᾱλεμίστρια, ἡ, ion. ἰηλεμίστρια, die Klagende, s. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰᾱλεμίστρια, ἡ, ion. ἰηλεμίστρια, die Klagende, s. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιαλεμίστρια — ἰαλεμίστρια, ιων. τ. ἰηλεμίστρια, ἡ (Α) [ιαλεμίζω] γυναίκα που θρηνεί … Dictionary of Greek
ἰηλεμιστρίας — ἰηλεμιστρίᾱς , ἰαλεμίστρια wailing woman fem acc pl (ionic) ἰηλεμιστρίᾱς , ἰαλεμίστρια wailing woman fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιηλεμίστρια — ἰηλεμίστρια, ἡ (Α) ιων. τ. τού ιαλεμίστρια* … Dictionary of Greek