ἰᾱματικός

ἰᾱματικός

ἰᾱματικός, heilend, φάρμακον, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιαματικός — ή, ό (ΑΜ ἰαματικός, ή, όν) [ίαμα] αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στη θεραπεία, αυτός που έχει θεραπευτικές ιδιότητες (α. «ιαματικά λουτρά» β. «φάρμακον ιαματικόν») νεοελλ. μσν. (για αγίους) ο θεραπευτής, ο θαυματουργός («τῶν ἁγίων ἐνδόξων και… …   Dictionary of Greek

  • ιαματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στη θεραπεία, θεραπευτικός: Ιαματικές πηγές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλθήεις — ἀλθήεις, εσσα, εν (Α) [ἀλθαίνω] αυτός που γιατρεύει, θεραπευτικός, ιαματικός …   Dictionary of Greek

  • επαλθής — ἐπαλθής, ές (Α) 1. ιαματικός, θεραπευτικός 2. ιάσιμος, αυτός που επιδέχεται θεραπεία …   Dictionary of Greek

  • ιαματικότητα — η η θεραπευτική δύναμη, η θεραπευτική ιδιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαματικός. Η λ. στον λόγιο τ. ιαματικότης μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ιατικός — ἰατικός, ή, όν (Α) [ιατός] ιαματικός, θεραπευτικός …   Dictionary of Greek

  • παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… …   Dictionary of Greek

  • πολυαλθής — ές, Α αυτός που θεραπεύει πολλές νόσους, ο πολύ ιαματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. ευ αλθής, παν αλθής] …   Dictionary of Greek

  • χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ …   Dictionary of Greek

  • Σαβοΐα — (Savoie). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας, που αντιστοιχεί σήμερα στους δυο νομούς της Σαβοΐας και της Άνω Σαβοΐας. Εκτείνεται από τη λίμνη της Γενεύης, στα σύνορα με την Ελβετία, στα Β, ως το ορεινό συγκρότημα Ταμπόρ στα Ν, και από… …   Dictionary of Greek

  • Τιρόλο — (Tirol). Ομόσπονδο κράτος (Bundesland) της κεντροδυτικής Αυστρίας, που αποτελείται από δύο εδάφη που χωρίζονται καθαρά μεταξύ τους από το νοτιοδυτικό Σάλτσμπουργκ. Έχει συνολική έκταση 12.647 τ. χλμ. και πληθυσμό 619.567 κατ.· πρωτεύουσα είναι το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”