- ἰᾱλεμίζω
ἰᾱλεμίζω, ion. u. ep. ἰηλεμίζω, beklagen, bejammern, VLL., mit einer Stelle des Callim. im E. M. belegt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰᾱλεμίζω, ion. u. ep. ἰηλεμίζω, beklagen, bejammern, VLL., mit einer Stelle des Callim. im E. M. belegt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιαλεμίζω — ἰαλεμίζω, ιων. τ. ἰηλεμίζω (Α) [ιάλεμος] θρηνώ … Dictionary of Greek
ἰαλεμίζειν — ἰαλεμίζω bewail pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιαλεμίστρια — ἰαλεμίστρια, ιων. τ. ἰηλεμίστρια, ἡ (Α) [ιαλεμίζω] γυναίκα που θρηνεί … Dictionary of Greek
ιαλεμώ — ἰαλεμῶ, έω (Α) [ιάλεμος] ιαλεμίζω* … Dictionary of Greek
ιηλεμίζω — ἰηλεμίζω (Α) ιων. τ. τού ιαλεμίζω* … Dictionary of Greek