- ὤκιμον
ὤκιμον, τό, eine würzige Pflanze, unser Basilicum, Basilienkraut; Eubul. b. Ath. 567 c; Theophr., Diosc.; ἡδύοσμον Ammian. 20 (XI, 413).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὤκιμον, τό, eine würzige Pflanze, unser Basilicum, Basilienkraut; Eubul. b. Ath. 567 c; Theophr., Diosc.; ἡδύοσμον Ammian. 20 (XI, 413).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὤκιμον — basil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκίμου — ὤκιμον basil neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκίμων — ὤκιμον basil neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκίμῳ — ὤκιμον basil neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤκιμα — ὤκιμον basil neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Базилик — Ба … Википедия
βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… … Dictionary of Greek
μισόδουλος — μισόδουλος, ον (ΑΜ) αυτός που μισεί τους δούλους μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόδουλον ονομασία τού φυτού ώκιμον*, ο βασιλικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + δοῦλος (πρβλ. φιλό δουλος)] … Dictionary of Greek
οκιμένιο — το χημ. άκυκλη οργανική ένωση, μονοτερπενικός υδρογονάνθρακας, ισομερής με το αλλοοκιμένιο και το μυρκένιο, που περιέχεται στο αιθέριο έλαιο τού βασιλικού, από το οποίο και εξάγεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ocimene < λατ. ocimum… … Dictionary of Greek
ωκίμινος — ίνη, ον, Α κατασκευασμένος από ώκιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὤκιμον «βασιλικός» + κατάλ. ινος (πρβλ. ρόδ ινος)] … Dictionary of Greek
ωκιμοειδής — ές, ΜΑ 1. όμοιος με το φυτό ώκιμο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκιμοειδές α) αρχαία ονομασία φυτού, που, σύμφωνα με τον Διοσκορίδη, ανήκει στο γένος σαπωναρία ή στο γένος σιληνή, η προβαταία* β) είδος τού φυτού χαμαιλέων γ) το φυτό κλινοπόδιο δ) το φυτό … Dictionary of Greek