ἤ-κεστος

ἤ-κεστος

ἤ-κεστος, p. = ἄκεστος, ungestachelt, βοῦς ἐνὶ νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν, Il. 6, 94. 275. 309, Rinder, die den Stachelstab noch nicht gefühlt, noch nicht gezogen haben, also noch ungebändigte, junge Rinder; die Alten erkl. ἀκέντητος, ἀδάμαστος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεστός — stitched masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστός — Αρχαία ελληνική λέξη, που αρχικά σήμαινε κεντητός. Κ. ιμάς ονομαζόταν ένα είδος ζώνης που φορούσαν οι γυναίκες ακριβώς κάτω από το στήθος ή γύρω από αυτό, όπως αργότερα τον στηθόδεσμο. Με τον καιρό, το ουσιαστικό παραλείφθηκε και έμεινε το… …   Dictionary of Greek

  • κεστός ή ζώνη της Αφροδίτης — (Cestum veneris). Θαλάσσιο ζώο του φύλου των κτενοφόρων που βρίσκεται σε όλες τις θερμές θάλασσες και αφθονεί στη Μεσόγειο. Ο κ. κολυμπά ή αφήνεται να παρασυρθεί από τα ρεύματα. Το σώμα του είναι πλευρικά πεπλατυσμένο, ώστε να έχει τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • κεστά — κεστός stitched neut nom/voc/acc pl κεστά̱ , κεστός stitched fem nom/voc/acc dual κεστά̱ , κεστός stitched fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστῶν — κεστός stitched fem gen pl κεστός stitched masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστόν — κεστός stitched masc acc sg κεστός stitched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστοῖς — κεστός stitched masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστοῦ — κεστός stitched masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστούς — κεστός stitched masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεστῷ — κεστός stitched masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήκεστος — ἤκεστος, η, ον (Α) (για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῡς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”