- ὤκινον
ὤκινον, τό, ein Futterkraut, vielleicht Klee, ocinum, Script. rei rust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὤκινον, τό, ein Futterkraut, vielleicht Klee, ocinum, Script. rei rust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ώκινον — τὸ, Α είδος ζωοτροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. έχει παραδοθεί σωστά και δεδομένου ότι πρόκειται για ποικιλία τριφυλλιού το οποίο ανθίζει πρώιμα («ὠκύθοος πόα τις ἡτρίφυλλος καλουμένη» Ησύχ.) και διευκολύνει τη χώνευση τών ζώων, ο τ. ὤκινον θα μπορούσε… … Dictionary of Greek