ἡλιο-ειδής

ἡλιο-ειδής

ἡλιο-ειδής, ές, zsgzgn ἡλιώδης, sonnenförmig, -artig, d. i. sonnenhell, glänzend wie die Sonne; φῶς τε καὶ ὄψιν ἡλιοειδῆ νομίζειν ὀρϑόν Plat. Rep. VI, 508 e, wo er vorher das Auge nennt ἡλιοειδέστατον τῶν περὶ τὰς αἰσϑήσεις ὀργάνων; Sp., κόμη, Eustath.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηλιοειδής — ἡλιοειδής, ές (AM, Α και ἡλιώδης) αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, αυτός που λάμπει και ακτινοβολεί όπως ο ήλιος. επίρρ... ἡλιοειδῶς (AM) λαμπρά όπως ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + ειδης (< είδος), πρβλ. κυματο ειδής, σφαιρο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • πλανητοειδής — ές, Ν 1. ο όμοιος με πλανήτη 2. το αρσ. ως ουσ. ο πλανητοειδής αστρον. συνοπτική ονομασία υποθετικών σωματιδίων ή μικρών ουράνιων σωμάτων, που προήλθαν από τη συμπύκνωση αέριας ύλης κατά τις πρώτες φάσεις τής δημιουργίας τού ηλιακού μας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”