- ἡλιό-βλητος
ἡλιό-βλητος, von der Sonne, den Sonnenstrahlen getroffen; Περσῶν πλάκας Eur. Bacch. 14; in Prosa, Ael. H. A. 8, 26, sonnverbrannt. S. ἡλιόβολος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡλιό-βλητος, von der Sonne, den Sonnenstrahlen getroffen; Περσῶν πλάκας Eur. Bacch. 14; in Prosa, Ael. H. A. 8, 26, sonnverbrannt. S. ἡλιόβολος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιόβλητος — η, ο (Α ἡλιόβλητος, ον) αυτός που τόν χτυπούν οι ακτίνες τού ήλιου, ο ηλιόλουστος («ἡλιοβλήτους πλάκας», Ευρ.) νεοελλ. (για πρόσ.) ο ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + βλητός (< βάλ λω)] … Dictionary of Greek
αστρόβλητος — ἀστρόβλητος, ον (Α)·αυτός που έχει καεί ή έχει μαραθεί από τον καυτό ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + βλητος < (θ.) βλη , βάλλω] … Dictionary of Greek