ἡλιό-βολος

ἡλιό-βολος

ἡλιό-βολος, = ἡλιόβλητος, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηλιόβολος — η, ο (Α ἡλιόβολος, ον) (για τόπους) ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο ηλιόλουστος νεοελλ. 1. ο ηλιοβαρεμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόβολο η ηλιακή ακτινοβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. αεί βολος, καλλί βολος] …   Dictionary of Greek

  • ρινόβολος — ον, Α (για ήχο) αυτός που βγαίνει από τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ηλιό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • αστροβολώ — ( άω) (AM ἀστροβολῶ, έω) νεοελλ. 1. αστράφτω, ακτινοβολώ 2. απρόσ. αστροβολάει έχει αστροφεγγιά αρχ. 1. μαγεύω 2. ( ούμαι) ξεραίνομαι από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + βολώ < βόλος, βολή < βάλλω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”