- ἡλιό-μορφος
ἡλιό-μορφος, von der Gestalt der Sonne, sonnenförmig, poet. bei Ath. XII, 542 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡλιό-μορφος, von der Gestalt der Sonne, sonnenförmig, poet. bei Ath. XII, 542 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιόμορφος — και λιόμορφος, η, ο (AM ἡλιόμορφος, ον) αυτός που έχει το σχήμα τού ήλιου νεοελλ. μσν. ωραίος σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος] … Dictionary of Greek
πυρίμορφος — ον, Μ αυτός που έχει τη μορφή φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ηλιό μορφος, θηριό μορφος) … Dictionary of Greek
ηλιοακτινόμορφος — ἡλιοακτινόμορφος, ον (AM) αυτός που έχει τη μορφή τών ακτινών τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + ακτίς, ίνος + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, ποικιλό μορφος] … Dictionary of Greek
ιερακόμορφος — η, ο (Α ἱερακόμορφος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερακόμορφα τάξη πτηνών στην οποία περιλαμβάνονται οι αετοί, τα γεράκια, οι γύπες, οι κόνδορες και άλλα παρόμοια πουλιά, τα οποία μαζί με τα γλαυκόμορφα συγκροτούν την ομάδα τών… … Dictionary of Greek