ἡλιό-καυστος

ἡλιό-καυστος

ἡλιό-καυστος, = ἡλιοκαής, Theocr. 10, 27, in dor. Form ἁλιοκ., u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρίκαυστος — η, ο / πυρίκαυστος, ον, ΝΜΑ, και πυρίκαυτος, ον, Α 1. αυτός που, έχει καεί στη φωτιά 2. αυτός που προξενείται από τη φωτιά («φλυκταινίδες ὥσπερ πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το πυρίκαυστο έμπλαστρο ή αλοιφή για καμμένο τμήμα τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”