ἡλιό-κτυπος

ἡλιό-κτυπος

ἡλιό-κτυπος, = ἡλιόβλητος, μέλαν ἡλ. γένος Aesch. Suppl. 146, nach Wellauer's Verbesserung.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηλιόκτυπος — ἡλιόκτυπος, ον (Α) ο καμένος από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κτυπος (< κτυπώ), πρβλ. αντί κτυπος, οπλό κτυπος] …   Dictionary of Greek

  • λυρόκτυπος — και λυροκτύπος, ον (Α) 1. αυτός που παίζει λύρα 2. (για τη χορδή τού τόξου) αυτός που ηχεί σαν λύρα 3. (για άσμα) αυτός που παίζεται με συνοδεία λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + κτύπος (πρβλ. αρματό κτυπος, ηλιό κτυπος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόκτυπος — μεγαλόκτυπος, ον (Α) αυτός που προκαλεί δυνατό κτύπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κτύπος (πρβλ. αρματό κτυπος, ηλιό κτυπος)] …   Dictionary of Greek

  • χιονόκτυπος — ον, Α (για όρος) χιονόβλητος*, πολύ χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. ἡλιό κτυπος] …   Dictionary of Greek

  • χειρόκτυπος — ον, Α χτυπημένος από το χέρι κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κτύπος (πρβλ. ἡλιό κτυπος)] …   Dictionary of Greek

  • υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”