παιδο-βόρος

παιδο-βόρος

παιδο-βόρος, Kinder verzehrend, Aesch. Ch. 1064, nach Staul. Em. für παιδόμορος, vom Thyestes; Nonn. D. 21, 120.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σαρκοβόρος — α, ο / σαρκοβόρος, ον, ΝΑ 1. (για οργανισμούς) αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοφάγος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. τα σαρκοβόρα ζωολ. τα σαρκοφάγα 2. φρ. «σαρκοβόρο φυτό» βοτ. φυτό ειδικά προσαρμοσμένο για να συλλαμβάνει έντομα και άλλα μικρά ζώα και… …   Dictionary of Greek

  • σωματοβόρος — ον, Μ σαρκοφάγος («ἄρχειν σωματοβόρων θηρίων», Δωρόθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + βόρος (< βορά), πρβλ. παιδο βόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”