- παιδο-νόμος
παιδο-νόμος, ὁ, eine obrigkeitliche Person, welche die Aufsicht über die Erziehung und Sitten der Knaben hat; Xen. Lac. 2, 2. 11; Arist. pol. 7, 17; in Kreta, Strab. X, 483 u. in Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδο-νόμος, ὁ, eine obrigkeitliche Person, welche die Aufsicht über die Erziehung und Sitten der Knaben hat; Xen. Lac. 2, 2. 11; Arist. pol. 7, 17; in Kreta, Strab. X, 483 u. in Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωονόμος — ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τη ζωονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + νόμος (< νόμος) πρβλ. αγορα νόμος, παιδο νόμος] … Dictionary of Greek
θεμιστονόμος — θεμιστονόμος, ὁ (Α) δικαστής, κριτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι)* + νομος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αγρο νόμος, παιδο νόμος] … Dictionary of Greek
κληρονόμος — και κλερονόμος, ο, η, θηλ. και κληρονόμα (AM κληρονόμος, ό, Α δωρ. τ. κλαρονόμος, Μ και κλερονόμος) 1. το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πήρε ή που δικαιούται να πάρει κληρονομιά (α. «είναι ο μοναδικός κληρονόμος τού θείου του» β. «κληρονόμους τών… … Dictionary of Greek
ληινόμος — ληϊνόμος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στους αγρούς, αγρότης, ξωμάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊον «αγρός σπαρμένος με σιτάρι» + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αγορα νόμος, παιδο νόμος] … Dictionary of Greek
μηλονόμος — μηλονόμος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκει πρόβατα ή αίγες 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μηλονόμος ποιμένας, βοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αιγο νόμος, παιδο νόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
θερεινόμος — θερεινόμος, ον (Α) αυτός που μπορεί να παράσχει βοσκή στα ζώα κατά το θέρος («θερινόμος πόα» θερινή βοσκή, Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + νομος (< νέμω), πρβλ. αγρο νόμος, παιδο νόμος] … Dictionary of Greek
θηρονόμος — θηρονόμος, ον (Α) 1. (για όρος) αυτός που τρέφει ή έχει άγρια ζώα 2. (για τον θεό Πάνα) αυτός που βόσκει θηρία, ζώα 3. (για το μαστίγιο) αυτός με τον οποίο οδηγούνται τα ζώα ή γυμνάζονται θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + νόμος (< νέμω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
κρεανόμος — κρεανόμος, ὁ (Α) 1. αυτός που διανέμει το κρέας 2. ως επίθ. αυτός που κατακρεουργεί, που κατασπαράσσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + νόμος (< νέμω), πρβλ. αγορα νόμος, παιδο νόμος] … Dictionary of Greek
ωρονόμος — ον, ΜΑ μσν. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ὡρονόμοι προσωνυμία ορισμένων θεοτήτων («οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζωδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί», Δαμάσκ.) αρχ. 1. αυτός που διαιρεί και δείχνει τις ώρες τής ημέρας 2. (για πλανήτη) αυτός που… … Dictionary of Greek