- παιδο-βρώς
παιδο-βρώς, ῶτος, Kinder verzehrend, Eust. 86, 13, von Kronos.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδο-βρώς, ῶτος, Kinder verzehrend, Eust. 86, 13, von Kronos.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαρκοβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοβόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. ανδρο βρώς, παιδο βρώς] … Dictionary of Greek
σιδηροβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, θηλ. και σιδηροβρῶτις, ώτιδος, Α 1. αυτός που κατατρώγει τον σίδηρο 2. αυτός που ακονίζει τον σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο βρώς] … Dictionary of Greek
τριχόβρως — ωτος, ο, η, ΝΑ, και τριχοβρώς, ῶτος, Α αυτός που τρώει τις τρίχες νεοελλ. ιατρ. μεταδοτική πάθηση τού τριχωτού τής κεφαλής μικρών παιδιών οφειλόμενη σε παρασιτικό μύκητα αρχ. (κυρίως στον πληθ.) oἱ τριχόβρωτες και τριχοβρῶτες οι σκόροι. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek