- ἡμί-φατος
ἡμί-φατος, halb gesagt, = ἥμισυ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-φατος, halb gesagt, = ἥμισυ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίφατος — ἡμίφατος, ον (Α) ειπωμένος κατά το ήμισυ, μισοειπωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φατός (< φημί), πρβλ. θέσ φατος, πολύ φατος] … Dictionary of Greek
τρίφατος — ον, Α τριπλός («δραχμάων τρίφατον δεκάδος... βρῑθος» τριάντα δραχμές, Νικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φατός (< φημί), πρβλ. ἡμί φατος] … Dictionary of Greek