- ἡμί-φαυστος
ἡμί-φαυστος, halb leuchtend, Poll. 6, 160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-φαυστος, halb leuchtend, Poll. 6, 160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίφαυστος — ἡμίφαυστος, ον (Α) αυτός που φέγγει κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φαυστος (< *φαυσ τός, με σ υστερογενές < θ. φαF τού ρηματικού τ. φάε «έλαμψε»)] … Dictionary of Greek