ἡμί-φωνος

ἡμί-φωνος

ἡμί-φωνος, halbtönend, Halbvocal (σ, ρ), Arist. poet. 20; B. A. 631; – λέξις, halb ausgesprochen, Aristaen. 1, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετερόφωνος — η, ο (Α ἑτερόφωνος, ον) αυτός που έχει διαφορετική φωνή νεοελλ. 1. αυτός που μιλά διαφορετική γλώσσα, ο αλλόγλωσσος, ο ξενόγλωσσος 2. αυτός που πάσχει από ετεροφωνία αρχ. συνεκδ. αυτός που δεν συμφωνεί, ο ασύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φωνος… …   Dictionary of Greek

  • ημίφωνος — η, ο (Α ἡμίφωνος, ον) 1. αυτός που έχει ή αποτελεί μισή φωνή, που εκφωνείται κατά το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο χαμηλόφωνος 2. το ουδ. ως ουσ. το ημίφωνο α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ β) (φωνολ.) φώνημα που διαθέτει και φωνηεντικά και… …   Dictionary of Greek

  • ιδιόφωνος — η, ο (Α ἰδιόφωνος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιδιόφωνα κατηγορία μουσικών οργάνων στα οποία ο ήχος παράγεται από τις δονήσεις ενός συμπαγούς υλικού, όπως είναι το ξύλο, το μέταλλο ή η πέτρα αρχ. αυτό που λέγεται από κάποιον με τη δική …   Dictionary of Greek

  • λεπτόφωνος — η, ο (Α λεπτόφωνος, ον) αυτός που έχει ψιλή ή αδύνατη φωνή («πάντα τὰ θήλεα λεπτοφωνότερα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ημί φωνος, παρά φωνος] …   Dictionary of Greek

  • τρίφωνος — η, ο, Ν 1. (για μελωδία) αυτός που εκτελείται από τρεις φωνές 2. φρ. «τρίφωνη συγχορδία» μουσ. συγχορδία αποτελούμενη από τρεις φθόγγους, έναν θεμέλιο και την τρίτη και την πέμπτη αρμονική του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ἡμί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”