- ἡμί-φρακτος
ἡμί-φρακτος, halb eingezäunt, Poll. 6, 160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-φρακτος, halb eingezäunt, Poll. 6, 160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίφρακτος — ἡμίφρακτος, ον (Α) ο φραγμένος κατά το ήμισυ, μισοφραγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φρακτός (< φρακτός < φράσσω), πρβλ. ά φρακτος, περί φρακτος] … Dictionary of Greek
ξυλόφρακτος — ξυλόφρακτος, ον (Α) αυτός που έχει ξύλινο φραγμό, περιφραγμένος με ξύλο («ξυλόφρακτος γέφυρα», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + φρακτος (< φράσσω), πρβλ. ημί φρακτος] … Dictionary of Greek