- ἡμι-έτης
ἡμι-έτης, χρόνος, = ἡμίετες, τό, Halbjahr, Poll. 1, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-έτης, χρόνος, = ἡμίετες, τό, Halbjahr, Poll. 1, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιέτης — ἡμιέτης, ες (Α) αυτός που έχει ηλικία μισού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ετης (< έτος), πρβλ. δι έτης, χιλι έτης] … Dictionary of Greek