- ἡμι-έλλην
ἡμι-έλλην, ενος, ὁ, Halbgrieche, Luc. salt. 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-έλλην, ενος, ὁ, Halbgrieche, Luc. salt. 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιέλλην — ἡμιέλλην, ὁ (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ Έλληνας, μισοέλληνας («ἡμιέλλην γάρ τις ὤν ἐτύγχανε», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + Έλλην (πρβλ. μισ έλλην, φιλ έλλην)] … Dictionary of Greek