- ἡμι-άῤῥην
ἡμι-άῤῥην, od. -άρσην, ενος, = ἡμίανδρος, Ctes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-άῤῥην, od. -άρσην, ενος, = ἡμίανδρος, Ctes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιάρρην — ἡμιάρρην, ὁ (Α) 1. ευνούχος 2. ημιάνθρωπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + άρρην] … Dictionary of Greek