- ἡμι-δαής
ἡμι-δαής, ές, halb verbrannt, Il. 16, 294 Ap. Rh. 4, 598; – halb verzehrt, halb zerrissen, σκύβαλον Ep. ad. 386 (IX, 375). – Uebh. halb, βάρος Nic. Al. 55.,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-δαής, ές, halb verbrannt, Il. 16, 294 Ap. Rh. 4, 598; – halb verzehrt, halb zerrissen, σκύβαλον Ep. ad. 386 (IX, 375). – Uebh. halb, βάρος Nic. Al. 55.,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιδαής — ἡμιδαής, ές (Α) 1. μισοκαμένος, ημίκαυστος («ἡμιδαής δ ἄρα νηῡς λίπετ αὐτόθι», Ομ. Ιλ.) 2. μισοσχισμένος, μισοκομμένος, σχισμένος στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δαής < δάος «δαυλός < δαίω «καίω»), πρβλ. πυρ δαής, ταχυ δαής] … Dictionary of Greek
θεσπιδαής — θεσπιδαής, ές (Α) (επικ. τ.) αυτός τον οποίο έχει ανάψει ο θεός, αυτός που καίει δυνατά, ο σφοδρός («θεσπιδαές πυρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημι δαής, πυρ δαής] … Dictionary of Greek
πυρδαής — ές, Α (για την Αλθαία που καίει τον μοιραίο δαυλό τού Μελεάγρου) αυτός που καίει κάτι στη φωτιά, εμπρηστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημι δαής] … Dictionary of Greek
ημιδαμής — ἡμιδαμής, ές (Α) (μτγν. ποιητ. τ.) μισοσκοτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. δ. αν. τών τ. ημι δαής* και ημι θανής] … Dictionary of Greek