- ἡμι-μανής
ἡμι-μανής, ές, halb rasend, Aesch. 1, 171; Luc. D. concil. 4 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-μανής, ές, halb rasend, Aesch. 1, 171; Luc. D. concil. 4 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιμανής — ἡμιμανής, ές (Α) 1. μισότρελος 2. αυτός που πρόσκαιρα δεν έχει νηφάλιο νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μανής (< μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε μάν ην), πρβλ. γυναι μανής, εκ μανής] … Dictionary of Greek