- ἡμι-δάϊκτος
ἡμι-δάϊκτος, halb getödtet, Opp. C. 2, 281 Hal. 5, 669.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-δάϊκτος, halb getödtet, Opp. C. 2, 281 Hal. 5, 669.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιδάικτος — ἡμιδάϊκτος, ον (Α) μισοσκοτωμένος, μισοσφαγμένος, σκοτωμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δαϊκτός (< δαΐζω «σκοτώνω»), πρβλ. αυτο δάικτος, χειρο δάικτος] … Dictionary of Greek