- ἡμι-μαθής
ἡμι-μαθής, ές, halbgelehrt, Philostr. v. soph. 2, 5, 4; Poll. 6, 160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-μαθής, ές, halbgelehrt, Philostr. v. soph. 2, 5, 4; Poll. 6, 160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιμαθής — ές (Α ἡμιμαθής, ές) αυτός που έχει ανεπαρκείς ή συγκεχυμένες γνώσεις, αυτός που γνωρίζει ατελώς, ελλιπώς, μια επιστήμη ή μια τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μαθής (< μανθάνω, πρβλ. αόρ. β έ μαθ ον), πρβλ. α μαθής πολυ μαθής] … Dictionary of Greek