- ἡμι-δουλεία
ἡμι-δουλεία, ἡ, halbe Knechtschaft, Oenomaus bei Euseb. pr. ev. p. 257 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-δουλεία, ἡ, halbe Knechtschaft, Oenomaus bei Euseb. pr. ev. p. 257 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυδουλεία — και πολυδουλία, ἡ, Α αφθονία δούλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δουλεία (< δουλευω), πρβλ. ημι δουλεία] … Dictionary of Greek