- ἡμιόνιον
ἡμιόνιον, τό, eine Pflanze, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμιόνιον, τό, eine Pflanze, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιόνιον — ἡμιόνιον, τὸ (Α) [ημίονος) 1. είδος φυτού που λέγεται και άσπληνον και σκολοπένδριον, τροφή αγαπητή στους ημιόνους 2. (υποκορ. τού ημίονος) μικρός ημίονος, μουλαράκι 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού … Dictionary of Greek
ἡμιόνιον — milt wort neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιονίοις — ἡμιόνιον milt wort neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιονίου — ἡμιόνιον milt wort neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ՋՐԱԲԱԲ — ( ) NBH 2 0676 Chronological Sequence: Unknown date գ. ՋՐԱԲԱԲ կամ ՋՐԱԲԱԲՈՅ. որ եւ բաղբաք. Բանջար ինչ, կարծեցեալ յոմանց՝ Ջրկոտիմ. ... եւ յայլոց՝ Սամիթ. կամ Տուղտ, կամ մոլոշ. *Սպեթլոն. բաղբաք, որ է ջրաբաբոյ, կամ ջրաբաբ, որ յաղբեր լինի. Գաղիան. իսկ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)