- ἡμιόνειος
ἡμιόνειος, α, ον, von Mauleseln; ἅμαξα ἡμιονείη, ein von Mauleseln gezogener Wagen, Od. 6, 72 Il. 24, 189; Her. 1, 188; ζυγόν Il. 24, 268; ἡ ἡμιο-νεία, sc. κόπρος, = ἡμιονίς, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμιόνειος, α, ον, von Mauleseln; ἅμαξα ἡμιονείη, ein von Mauleseln gezogener Wagen, Od. 6, 72 Il. 24, 189; Her. 1, 188; ζυγόν Il. 24, 268; ἡ ἡμιο-νεία, sc. κόπρος, = ἡμιονίς, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιόνειος — ἡμιόνειος και ιων. τ. ἡμιόνεος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε ημίονο ή σύρεται από ημίονο («ἅμαξα ἡμιόνειος», Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κόπρος ἡμιονείη» ἡμιονίς*, κοπριά ημιόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + επίθημα ειος (πρβλ. κύκν ειος, χελιδόν ειος)] … Dictionary of Greek
ἡμιόνειος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόνειον — ἡμιόνειος of masc acc sg ἡμιόνειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιονείη — ἡμιόνειος of fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιονείην — ἡμιόνειος of fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιονείῃ — ἡμιόνειος of fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιονείῳ — ἡμιόνειος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόνεαι — ἡμιόνειος of fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόνεια — ἡμιόνειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόνειαι — ἡμιόνειος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόνειοι — ἡμιόνειος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)