- ἡμι-όδιος
ἡμι-όδιος, der über den halben Weg gesetzt ist, l. d., Arist. oec. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-όδιος, der über den halben Weg gesetzt ist, l. d., Arist. oec. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιόδιος — ἡμιόδιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει διανύσει το μισό τού δρόμου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιόδιον μισή κατά το πλάτος οδός, στενή οδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + όδιος (< οδός), πρβλ. εισ όδιος] … Dictionary of Greek