ἡμερήσιος

ἡμερήσιος

ἡμερήσιος, auch 2 Endg., Pol., den Tag betreffend, bei Tage; φάος, Tageslicht, Aesch. Ag. 22; Ggstz von νύκτωρ, Hippocr., wie τὰς ἡμερησίους καὶ νυκτερινὰς πορείας Pol. 9, 13, 6. – Bes. Einen Tag dauernd, ὁδός, eine Tagereise, Her. 4, 101. 8, 98; Plat. Rep. X, 616 b; πορεία Ath. XII, 519 c; χρόνος Tim. Locr. 97 c u. Sp.; διάστημα, Entfernung einer Tagereise, D. Hal. Auch λόγοι, eine lange, den Tag hindurch dauernde Rede, Isocr. 15, 320; – τὸ ἡμερήσιον, was auf einen Tag gegeben wird, bes. der Sold, Tagelohn; auch sc. βιβλίον, Tagebuch. – Paus. 8, 18, 8 heißt Artemis ἡμερασία, die sonst ἡμέρα genannt wird. S ἥμερος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἡμερήσιος — of the day masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημερήσιος — Ο καθημερινός, αυτός που διαρκεί μία ημέρα.η. διάταξη. Το σύνολο των ζητημάτων που πρόκειται να συζητηθούν από ένα σώμα, ιδιαίτερα νομοθετικό, μία ορισμένη ημέρα. η. κίνηση του ουρανού.Η περιστροφή της ουράνιας σφαίρας μέσα σε 24 ώρες ή… …   Dictionary of Greek

  • ημερήσιος — α, ο 1. καθημερινός: Ημερήσιος τύπος. 2. αυτός που διαρκεί μία ημέρα: Ημερήσια εκδρομή. 3. ημερήσια διάταξη (το σύνολο των θεμάτων που πρόκειται να συζητηθούν σε μια συνεδρίαση): Η Βουλή συζήτησε όλα τα θέματα που είχαν εγγραφεί στην ημερήσια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ημερήσιος Κήρυξ — Ονομασία καθημερινών εφημερίδων. 1. Εκδόθηκε το 1933 από τον I. Πασσά και συνέχισε την έκδοσή της έως το 1936. Το 1928, εξάλλου, ο Ι. Πασσάς ίδρυσε την καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα Ημερήσιος Τύπος, που συνέχισε την έκδοσή της έως το 1932. 2.… …   Dictionary of Greek

  • ἡμερησίων — ἡμερήσιος of the day fem gen pl ἡμερήσιος of the day masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερήσιον — ἡμερήσιος of the day masc acc sg ἡμερήσιος of the day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερησίαις — ἡμερήσιος of the day fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερησίη — ἡμερήσιος of the day fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερησίην — ἡμερήσιος of the day fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερησίοις — ἡμερήσιος of the day masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερησίου — ἡμερήσιος of the day masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”