ἡμερῶον

ἡμερῶον

ἡμερῶον, τό, Tagwache, Phot.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημερώον — ἡμερῷον, τὸ (Μ) ημεροφυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημέρα + ῴον κατά το υπερῴον (< αμάρτυρο επίρρ. *υπέρω < υπέρ κατά τα άνω, κάτω + κατάλ. ιον)] …   Dictionary of Greek

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”