ἡμερίδης

ἡμερίδης

ἡμερίδης, ὁ (ἥμερος), zahm, milde; vom Weine, Plut. Symp. 4, 1, 3 g. E.; bes. heißt so Dionysos, weil er den zahmen Weinstock, ἡμερίς, geschaffen hat, de esu carn. 1, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημερίδης — ἡμερίδης, ου, ὁ (Α) 1. (για οίνο) ελαφρός, γλυκός 2. επίθ. τού Διονύσου ως προστάτη τής ημερίδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία 1 < ήμερος. Με τη σημασία 2 < ημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ἡμερίδης — mild masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερίδην — ἡμερίδης mild masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερίδα — ἡμερίδᾱ , ἡμερίδης mild masc nom/voc/acc dual ἡμερίδης mild masc voc sg ἡμερίδᾱ , ἡμερίδης mild masc gen sg (doric aeolic) ἡμερίδης mild masc nom sg (epic) ἡμερίς the cultivated vine fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερίδας — ἡμερίδᾱς , ἡμερίδης mild masc acc pl ἡμερίδᾱς , ἡμερίδης mild masc nom sg (epic doric aeolic) ἡμερίς the cultivated vine fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”