- ἡδύ-οδμος
ἡδύ-οδμος, ion. = ἡδύοσμος, dor. ἁδ., Simonid. bei Ar. Av. 1410.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδύ-οδμος, ion. = ἡδύοσμος, dor. ἁδ., Simonid. bei Ar. Av. 1410.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδύοδμος — ἡδύοδμος, δωρ. τ. ἁδύοδμος, ον (Α) ηδύοσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + οδμος (< οδμή, παλαιότερος τ. του οσμή), πρβλ. εύ οδμος, πολύ οδμος] … Dictionary of Greek