- ἡδύ-λαλος
ἡδύ-λαλος, = ἡδυεπής, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδύ-λαλος, = ἡδυεπής, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδυλάλος — ἡδυλάλος, ον (Α) επιγρ. ηδυλόγος, *γλυκόλογος, γλυκόλαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ + λαλος (< λάλος, υποχωρητικό παράγ. τού λαλώ), πρβλ. ερημο λάλος, χρηστο λάλος] … Dictionary of Greek
οξυλάλος — ὀξυλάλος, ον (Α) 1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος 2. ετοιμόλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυ λάλος)] … Dictionary of Greek