ἡδύ-οινος

ἡδύ-οινος

ἡδύ-οινος, süßen Wein gebend, ἄμπελοι Xen. An. 5, 4, 6, vgl. vect. 5, 3; Luc. cyn. 5; λεπαστή, mit süßem Wein, Apollophan. Ath. XI, 485 e; – ἡδυοινότερος καρπός Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύοινος — ον, Α 1. (για τόπο) αυτός που παράγει πολύ κρασί 2. αυτός που πίνει πολύ, μέθυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + οἶνος «κρασί» (πρβλ. ηδύ οινος)] …   Dictionary of Greek

  • ηδύοινος — ἡδύοινος, δωρ. τ. ἁδύοινος, ον (Α) 1. αυτός που παράγει γλυκό κρασί («ἡδύοινοι ἄμπελοι», Ξεν.) 2. αυτός που περιέχει γλυκό κρασί 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡδύοινοι αυτοί που έχουν και πωλούν γλυκό κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + οίνος] …   Dictionary of Greek

  • καλλιοινία — καλλιοινία, ἡ (Μ) η καλή ποιότητα τού κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + οινία (< οινος < οἶνος), πρβλ. ηδυ οινία, φιλ οινία] …   Dictionary of Greek

  • ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης …   Dictionary of Greek

  • κακοοινία — κακοοινία, ἡ (Μ) κακή ποιότητα οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + οινία (< οἶνος), πρβλ. ηδυ οινία, πολυ οινία] …   Dictionary of Greek

  • χρηστοοινώ — έω, Α (για τόπο) παράγω καλής ποιότητας κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + οινῶ (< οἶνος), πρβλ. ἡδυ οινῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”