- ἡδύ-βορος
ἡδύ-βορος, angenehm zu essen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδύ-βορος, angenehm zu essen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδύβορος — ἡδύβορος, ον (Α) γλυκός, ευχάριστος στη γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + βορος (< βορά), πρβλ. νεό βορος, πάμ βορος] … Dictionary of Greek