- ἡδύ-βιος
ἡδύ-βιος, angenehm lebend, Sp.; – ἡδύβια, τά, eine Art Kuchen (lebenversüßend), Ath. XIV, 647 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδύ-βιος, angenehm lebend, Sp.; – ἡδύβια, τά, eine Art Kuchen (lebenversüßend), Ath. XIV, 647 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδύβιος — ο (Α ἡδύβιος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ηδύβιος γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα ξερά ξύλα, αλλ. ηδοβία αρχ. 1. αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, γλυκός, ευχάριστος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδύβια ονομασία ορισμένων γλυκισμάτων ή… … Dictionary of Greek
ισόβιος — α, ο (Α ἰσόβιος, ον) αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια δεσμά» ποινή κατά την οποία ο καταδικασμένος μένει στη φυλακή για όλη του τη ζωή). επίρρ... ισοβίως και ισόβια εφ όρου ζωής, καθ όλη τη διάρκεια τού βίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + βιος… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης … Deutsch Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
καθηδυπάθεια — καθηδυπάθεια, ἡ (Α) 1. ηδυπαθής βίος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ σαρκική ἐπιθυμία». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἡδυ πάθεια (< ἡδυ παθής] … Dictionary of Greek