- ἡδύ-θροος
ἡδύ-θροος, = Vorigem; Μοῦσα Eur. El. 703; Dionysus, Anth. (IX, 524).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδύ-θροος, = Vorigem; Μοῦσα Eur. El. 703; Dionysus, Anth. (IX, 524).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίθροος — μελίθροος, ον και μελίθρους, ουν (Α) αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρόος (< θρέομαι «κράζω, ξεφωνίζω»), πρβλ. ηδύ θροος, οιωνό θροος] … Dictionary of Greek
λιγύθρους — λιγύθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + θροος, θρους (< θροῦς «θόρυβος»), πρβλ. ηδύ θρους] … Dictionary of Greek